- τριχίδιο
- το / τριχίδιον, ΝΑ [τριχίς, -ίδος]νεοελλ.1. (γενικά) λεπτή τριχοειδής δομή2. στον πληθ. τα τριχίδιαζωολ. α) οι βλεφαρίδες τής περιστοματικής βλεφαρίδωσης τών βλεφαριδοφόρων πρωτοζώωνβ) οι τριχοειδείς προεκβολές τού κυτταροπλάσματος3. φρ. ριζικό τριχίδιοβοτ. βλ. ριζικόςαρχ.υποκορ. τού τριχίς*.
Dictionary of Greek. 2013.